Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

) η δεκαετηρίδα

См. также в других словарях:

  • δεκαετηρίδα — η 1. χρονική περίοδος δέκα ετών, δεκαετία. 2. οποιασδήποτε μορφής επέτειος δέκα χρόνων: Φέτος γιόρτασαν την πρώτη δεκαετηρίδα του γάμου τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαετηρίδα — και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) [δεκαέτηρος] 1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών 2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος αρχ. γιορτή που τελείται ανά δεκαετία …   Dictionary of Greek

  • δεκαετηρίδα — δεκαέτηρος ten yearly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VOTIVI Nummi — qui Vota publica nuncupata, suscepta, et soluta, pro salute Principis, in Inscr. suis praeferunt, vel quod iis, quibus suscepta sunt annis, cusi ac formati, id nomen accepêre. Et quidem, ut Votorum istorum origo ab ipsis primordiis repetatur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεκάχρονος — η, ο (AM δεκάχρονος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία δέκα χρόνων 2. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάχρονα η δεκαετία, η δεκαετηρίδα …   Dictionary of Greek

  • Τζανής, Μάρκος — Αρματολός από την Κρήτη, που έδρασε στην τελευταία δεκαετηρίδα του 17ου αι. Αναφέρεται και με το παρωνύμιο Φόβος. Καταγόταν από το χωριό Λάκκοι του νομού Χανίων και διακρίθηκε για την ανδρεία του στους αγώνες του εναντίον των Τούρκων. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • δεκάχρονος — η, ο 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια δέκα ετών. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεκάχρονα η δεκαετηρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»